- βολίδες
- βολίςmissilefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… … Dictionary of Greek
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
JACTI vel JACTONES — Gallis sunt calculi, quibus in putandis rationibus utuntur, iettons, voce e Tabulae ludo mutuatâ. Nempe cum iactus proprie vocari debuislet teslera, quod iaceretur. Ovid. de Arte Am. l. 2. v. 204. Tu male iactato, tu male iacta dato. Uti enim… … Hofmann J. Lexicon universale
αεροφωτογραφία — Η φωτογραφία που λαμβάνεται από αεροσκάφη με ειδικές φωτογραφικές μηχανές. Οι α. διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τη διεύθυνση του άξονα της φωτογραφικής μηχανής. Όσες λαμβάνονται με άξονα κάθετο προς την επιφάνεια της Γης (ακριβώς… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
βαθυμετρία — Κλάδος της ωκεανογραφίας που ασχολείται με τη μέτρηση του βάθους των ωκεανών, των θαλασσών και των λιμνών. Οι σχετικές συστηματικές έρευνες προσπαθούν επίσης να προσδιορίσουν –κατά το δυνατόν λεπτομερέστερα– και τη μορφολογία των πυθμένων. Αυτός… … Dictionary of Greek
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
μετέωρο — (Αστρον.). Στερεά σωματίδια από λίθο ή μέταλλο που περιστρέφονται γύρω από τον Ήλιο, όπως και οι πλανήτες. Όταν συναντηθούν με τη Γη, αναφλέγονται στην ατμόσφαιρα, εξαιτίας της τριβής, και αφήνουν μια φωτεινή τροχιά, ορατή για λίγο στον νυχτερινό … Dictionary of Greek
τόφφος — (ή ηφαιστειακός τόφφος). Πυροκλαστικό ίζημα, το οποίο προέρχεται από την απόθεση του υλικού που τινάζεται κατά τον παροξυσμό ενός ηφαιστείου. Διακρίνεται μια μεγάλη σειρά τ., η οποία οφείλεται στη διαφορετική φύση των ηφαιστειακών αναβλυσμάτων… … Dictionary of Greek
Κλάντνι, Έρνεστ — (Ernest Cladni, 1756 – 1827). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε αρχικά νομικές επιστήμες αλλά, πολύ γρήγορα, στράφηκε προς τη φυσική και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ακουστική. Κατασκεύασε διάφορα όργανα μέτρησης της ταχύτητας του ήχου διαμέσου των… … Dictionary of Greek